- ιππάς
- ἱππάς, -άδος, ἡ (Α) [ίππος]1. (ως επίθ. θηλ. τού ιππικός) ιππική («ἱππὰς στολή», Ηρόδ.)2. (στην Αθήνα και στη Ρώμη) η τάξη τών ιππέων («ἐκ πεντακοσιομεδίμνων καὶ ζευγιτῶν καὶ τρίτου μέλους τῆς καλουμένης ἱππάδος», Αριστοτ.)3. ο φόρος στον οποίο υποβάλλονταν αυτοί που ανήκαν στην τάξη τών ιππέων («καὶ τούτους ἱππάδα τελοῡντος ἐκάλουν», Πλούτ.)4. παιδικό παιχνίδι5. η φοράδα6. στον πληθ. αἱ ἱππάδεςοι ιππικοί αγώνες7. μτγν. η θηλυκή ίππος, η φοράδα8. φρ. α) «πύλαι ἱππάδες» — ονομασία μιας πύλης τής αρχαίας Αθήναςβ) «θυσίαι ἱππάδες» — οι προσφερόμενες θυσίες από την τάξη τών ιππέων.
Dictionary of Greek. 2013.